νυκτοστράτηγος

νυκτοστράτηγος
νυκτο-στράτηγος [pron. full] [ᾰ], ,
A commander of the night-watch, POxy. 933.24 (ii A. D.), PLips.39.3 (iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νυκτοστράτηγος — νυκτοστράτηγος, ὁ (Α) αρχηγός νυχτερινής φρουράς, πιθ. ο νυκτέπαρχος* …   Dictionary of Greek

  • νυκτοφυλακώ — νυκτοφυλακῶ, έω (Α) [νυκτοφύλαξ] 1. (ιδίως για στρατ.) φρουρώ κατά τη νύχτα 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ νυκτοφυλακῶν ο νυκτέπαρχος*, ο νυκτοστράτηγος* …   Dictionary of Greek

  • νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …   Dictionary of Greek

  • ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”